- κοσμωφελής
- κοσμωφελής, -ές (Μ)αυτός που ωφελεί τους ανθρώπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)-* + -ωφελής (< ὄφελος < ὀφέλλω «ωφελώ»), τ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. βροτ-ωφελής, ψυχ-ωφελής). Το -ω- λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.